φωτόσφαιρα

φωτόσφαιρα
η, Ν
αστρον. η περιοχή τής ατμόσφαιρας ενός αστέρα, και κυρίως τού Ηλίου, από την οποία προέρχεται το σύνολο σχεδόν τής ορατής από το ανθρώπινο μάτι φωτεινής ακτινοβολίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photosphere < φωτ(ο)-* + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ι. Μ. Ραπτάρχη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωτόσφαιρα — φωτόσφαιρα, η και φωτοσφαίρα, η η εξωτερική φωτεινή περιοχή που ορίζει τη φαινομενική περίμετρο του ήλιου και των άστρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… …   Dictionary of Greek

  • πυρσός — (I) ο, ΝΑ, πληθ. και πυρσά Α 1. δαυλός, δάδα, λαμπάδα 2. συνεκδ. σήμα που γίνεται με πυρσούς, αλλ. φρυκτωρία νεοελλ. αστρον. περιοχή εντονότερης ηλιακής δραστηριότητας, η οποία φαίνεται λαμπρότερη σε σχέση με την φωτόσφαιρα που τήν περιβάλλει αρχ …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • χρωμόσφαιρα — η, Ν αστρον. περιοχή τής ατμόσφαιρας τού Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα, πολύ ανομοιογενής και ασταθής, η οποία περιλαμβάνεται ανάμεσα στη φωτόσφαιρα και στο στέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromosphere (< χρώμα + σφαίρα). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • Απιανός, Πέτρος — (Petrus Apianus,1495 – 1552). Γερμανός αστρονόμος και μαθηματικός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Πίτερ φον Μπίνεβιτς (Peter von Bienewitz). Έγραψε Κοσμογραφία (1524), που εκδόθηκε πολλές φορές, και Αστρονομία (1540), όπου πρότεινε την… …   Dictionary of Greek

  • μεταφοράς, ζώνη — (Αστρον.). Το στρώμα ακριβώς κάτω από την επιφάνεια ενός αστέρα της κυρίας ακολουθίας, στο οποίο η θερμοκρασία είναι αρκετά χαμηλή, ώστε να μπορούν να επανασυνδέονται με ελεύθερα ηλεκτρόνια οι πυρήνες του υδρογόνου και των βαρύτερων στοιχείων και …   Dictionary of Greek

  • Χάλε, Τζορτζ Έλερι — (Hale, Σικάγο 1868 – Πασαντένα, Καλιφόρνιας 1938). Αμερικανός αστρονόμος, εφευρέτης του φασματοκλιογράφου. Βοηθός (1892 97) και μετά καθηγητής στην έδρα Αστροφυσικής (1897 – 1905) του πανεπιστημίου του Σικάγου, οργάνωσε 3 μεγάλα αστεροσκοπεία:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”